- ἀστέϊσμα
- ἀστέ-ϊσμα, ατος, τό,A witticism, Tz.H.4.780.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστέισμα — ἀστέϊσμα, το (Μ) [αστεΐζομαι] ευφυολόγημα, πνευματώδης λόγος … Dictionary of Greek
ἀστείσμασι — ἀστέισμα witticism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστείσματα — ἀστέισμα witticism neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)